Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

εἰς φιλίαν

См. также в других словарях:

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα …   Википедия

  • ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • βλάχοι — Έτσι ονομάστηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά… …   Dictionary of Greek

  • PHRATRICA — Graece Φρατρικὰ, dicebantur in Rep. Atheniensium convivia, a tribulibus vel societatis eiusdem consortibus, amicitiae mutuae conservandae augendaeque celebrari solita. Instituta hâc fini a Solone, ut et alia quaedam, de quibus ita Athenaeus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ομηρεύω — (I) ὁμηρεύω (Α) [όμηρος] 1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τούς τε παῑδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.) 2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («[οἶνος] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.) 3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή… …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • χρονίζω — ΝΜΑ [χρόνος] (αμτβ.) 1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ 2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος 3. διαρκώ πολύ αρχ. 1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.) 2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»